Έντυπη Έκδοση Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Κυριακή 28 Απριλίου 2013
πηγή: http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=360647

ΠΑΡΑΜΕΝΟΥΝ ΣΕ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΑΞΙΟΓΡΑΦΑ ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗΣ ΑΞΙΑΣ 2,8 ΔΙΣ. ΕΥΡΩ
Υβριδικοί τίτλοι τραπεζών και κούρεμα

Ο επενδυτής που τυχόν αισθάνεται παραπλανημένος οφείλει να διερευνήσει αν η τράπεζα χρησιμοποίησε, κατά την πώληση του προϊόντος, αθέμιτες πρακτικές. Η αποδοχή ή όχι της δημόσιας πρότασης επαναγοράς των τίτλων συνδέεται με την πρόβλεψη του κατόχου για διακύμανση της χρηματιστηριακής τιμής των μετοχών της τράπεζας
Της ΠΕΝΝΥΣ ΑΠ. ΚΟΝΙΤΣΙΩΤΗ, δικηγόρου MSc, konitsioti.p@dsa.gr

Υβριδικοί τίτλοι και ομόλογα μειωμένης εξασφάλισης είναι δυσνόητες λέξεις, οι οποίες μπήκαν από πέρσι για τα καλά στη ζωή χιλιάδων Ελλήνων, που είχαν τοποθετήσει την αποταμίευσή τους σε τέτοια προϊόντα. Τίτλοι ονομαστικής αξίας περί τα 2,8 δισ. ευρώ παραμένουν σήμερα σε κυκλοφορία.

Ο πρώτος κακός οιωνός ήταν μια αποστροφή στην ανακοίνωση του Eurogroup της 27ης Νοεμβρίου: «Το Eurogroup θεωρεί ότι κατά την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών θα πρέπει να λάβουν χώρα πράξεις διαχείρισης παθητικού ως προς τους εναπομείναντες ομολογιούχους μειωμένης εξασφάλισης». Στις εκθέσεις της Κομισιόν και του ΔΝΤ τον Δεκέμβρη του 2012 γίνεται μνεία στην αναμενόμενη μείωση των κεφαλαιουχικών αναγκών των ελληνικών τραπεζών κατά 600 εκατ. λόγω των πράξεων διαχείρισης παθητικού ως προς τα υβριδικά τους κεφάλαια. Με άλλα λόγια, έχει προϋπολογισθεί ένα αντίστοιχου ύψους κούρεμα των τίτλων αυτών.

Υπήρξαν σκέψεις το κούρεμα να γίνει νομοθετικά. Αυτό όμως θα δημιουργούσε νομικά και πολιτικά ζητήματα: πώς είναι δυνατόν ο νομοθέτης να επιβαρύνει πιστωτές, έστω μειωμένης εξασφάλισης, και προνομιούχους μετόχους, όσο οι κοινοί μέτοχοι παραμένουν στο απυρόβλητο; Στο κάτω κάτω της γραφής, οι κοινοί μέτοχοι είναι τελευταίοι στη σειρά προτεραιότητας για την ικανοποίηση από την περιουσία της εταιρείας. Πιθανώς, μετά τις πρόσφατες εξελίξεις στην Κύπρο, όταν και (επαν)επιβεβαιώθηκε ότι η σειρά προτεραιότητας των πιστωτών θα γίνεται σεβαστή, τέτοιες σκέψεις εγκαταλείφθηκαν.

Ετσι φθάσαμε πριν από λίγες μέρες στη δημόσια πρόταση μεγάλης ελληνικής τράπεζας για την εξαγορά των υβριδικών τίτλων και ομολόγων μειωμένης εξασφάλισης, που είχε εκδώσει, σε τιμές που κυμαίνονται μεταξύ 35% και 55% της ονομαστικής τους αξίας. Σε αντίστοιχες κινήσεις αναμένεται να προχωρήσουν σύντομα και οι υπόλοιπες ελληνικές τράπεζες.

Το πρόβλημα βέβαια είναι ότι οι τίτλοι αυτοί διατέθηκαν σε πολλές περιπτώσεις από τις τράπεζες ως παρακαταθετικοί, ως κατάλληλοι για να τοποθετήσει κανείς τις οικονομίες του. Ελάχιστοι από τους αγοραστές ήταν σε θέση να κατανοήσουν τα χαρακτηριστικά τους, με αποτέλεσμα να βασιστούν σε γενικόλογες (και συχνά ανακριβείς) διαβεβαιώσεις τραπεζικών υπαλλήλων. Αυτό δεν αφορά μόνο τον αυξημένο πιστωτικό κίνδυνο των προϊόντων αυτών, σε σχέση με τις κοινές καταθέσεις. Η περιορισμένη ικανότητα του πελάτη της τράπεζας να κατανοήσει ένα τόσο περίπλοκο προϊόν είχε συχνά κωμικοτραγικά αποτελέσματα: σε ορισμένες περιπτώσεις πέρασαν χρόνια μέχρι να αντιληφθεί ο επενδυτής ότι το προϊόν στο οποίο είχε επενδύσει τις οικονομίες μιας ζωής δεν είχε ημερομηνία λήξης (τα γνωστά perpetuals).

Για να καταλάβει κανείς τι ακριβώς αγοράζει θα έπρεπε να είναι σε θέση να κατανοήσει ένα ενημερωτικό δελτίο, συχνά άνω των εκατό σελίδων, γραμμένο σε στριφνά αγγλικά, ή έστω μια δεκασέλιδη περίληψη στα ελληνικά, για την κατανόηση της οποίας απαιτείται εξειδικευμένη γνώση σε θέματα κεφαλαιακής επάρκειας τραπεζών. Γνώση την οποία ούτε διαθέτει ούτε όφειλε να διαθέτει μεγάλος αριθμός των κατόχων των προϊόντων αυτών.

Το ερώτημα βέβαια είναι, τώρα, τι γίνεται. Το πρώτο πράγμα που πρέπει να καταλάβει ο κάτοχος των προϊόντων αυτών είναι τα βασικά χαρακτηριστικά τους, κυρίως ως προς τον πιστωτικό κίνδυνο που εμπεριέχουν. Με δυο λόγια, οι τίτλοι αυτοί κατά κανόνα έπονται σε σειρά προτεραιότητας των καταθετών (ασφαλισμένων και μη) και προηγούνται των κοινών μετόχων. Πιο απλά, με κίνδυνο υπεραπλούστευσης: αν κουρευτούν έστω και κατά 1% οι καταθέτες (ακόμη κι αν μιλάμε για καταθέσεις άνω των 100.000 ευρώ), οι τίτλοι αυτοί έχουν μηδενική αξία. Αν κουρευτεί (υποχρεωτικά κι όχι εθελοντικά) έστω και κατά 1% ο κάτοχος των τίτλων αυτών, η αξία των κοινών μετοχών εκμηδενίζεται. Για να έχουν αξία οι τίτλοι αυτοί, πρέπει πρώτα να ικανοποιηθούν πλήρως οι κοινοί πιστωτές (συμπεριλαμβανομένων των καταθετών). Για να έχουν αξία οι κοινές μετοχές, πρέπει να ικανοποιηθούν πρώτα πλήρως οι κάτοχοι των τίτλων αυτών.

Με άλλα λόγια: τα 23,2 δισ. που επενδύθηκαν πρόσφατα στις τέσσερις συστημικές ελληνικές τράπεζες από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και θα επενδυθούν στο μέλλον από ιδιώτες μετόχους, έπονται σε σειρά προτεραιότητας των τίτλων αυτών. Αρα, η απώλεια έστω μέρους του κεφαλαίου των τίτλων αυτών προϋποθέτει πλήρη απώλεια της επένδυσης των κοινών μετόχων (μεταξύ των οποίων και το ΤΧΣ).

Με μία υποσημείωση: αυτό λένε οι σχετικές συμβάσεις και τα ενημερωτικά δελτία, αυτό λέει και η λογική. Δεν είπε όμως αυτό η πρώτη απόφαση του Eurogroup για την Κύπρο στις 16 Μαρτίου, που φορολογούσε τις καταθέσεις. Αντίθετα, αυτό είπε η δεύτερη απόφαση για την Κύπρο στις 25 Μαρτίου κι αυτό φαίνεται να λένε οι δημόσιες τοποθετήσεις Ευρωπαίων πολιτικών και οικονομικών παραγόντων, περί σεβασμού της σειράς προτεραιότητας των πιστωτών των τραπεζικών ιδρυμάτων. Τίποτε βέβαια δεν τους εμποδίζει να (ξαν)αλλάξουν γνώμη.

Συνεπώς, η απόφαση του κατόχου των τίτλων αυτών, ως προς το αν θα πρέπει να αποδεχθεί τη δημόσια πρόταση επαναγοράς, συνδέεται άρρηκτα με την πρόβλεψή του για διακύμανση της χρηματιστηριακής αξίας των κοινών μετοχών των τραπεζών: αν κρίνει ότι αυτή μπορεί να πάει στο μηδέν (όπως, π.χ., η μετοχή της Λαϊκής ή της Τράπεζας Κύπρου) τότε, σε γενικές γραμμές, πρέπει να αποδεχθεί τη σχετική πρόταση.

Προφανώς, τα παραπάνω δεν είναι παρά γενικές αρχές: ο κάθε επενδυτής θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να συμβουλευθεί το ενημερωτικό δελτίο του προϊόντος που έχει αγοράσει. Αν δεν είναι σε θέση να το κατανοήσει, θα πρέπει να απευθυνθεί σε ειδικούς.

Ο,τι κι αν αποφασίσει, όμως, ο επενδυτής που τυχόν αισθάνεται παραπλανημένος, θα όφειλε να διερευνήσει αν η τράπεζα μετήλθε, κατά την πώληση του προϊόντος, αθέμιτες εμπορικές πρακτικές. Αυτό συμβαίνει κατά κανόνα όταν οι πληροφορίες που έλαβε ο αγοραστής από την τράπεζα κατά την αγορά του προϊόντος είτε δεν ήταν ακριβείς είτε παρασχέθηκαν κατά τρόπο ασαφή ή ακατάληπτο. Σε αυτές τις περιπτώσεις έχει αξίωση αποζημίωσης. Ας σημειωθεί ότι τυχόν «ψιλά γράμματα» που βεβαιώνουν ότι ο αγοραστής γνωρίζει και αντιλαμβάνεται τι αγοράζει, ενώ πραγματικά το αγνοεί, δεν λαμβάνονται υπόψη και δεν προστατεύουν την τράπεζα.

Περαιτέρω αξίωση αποζημίωσης κατά της τράπεζας μπορεί να έχει ο επενδυτής αν η πώληση του τίτλου αυτού έγινε κατά παράβαση της νομοθεσίας που απαιτεί: όσοι παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες να διασφαλίζουν ότι οι επενδυτικές συμβουλές που παρέχουν και τα επενδυτικά προϊόντα που πωλούν είναι κατάλληλα για το συγκεκριμένο επενδυτή και συμβατά με τις ανάγκες του και τους επενδυτικούς στόχους του. Δύσκολα μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι η απαίτηση αυτή ικανοποιείται όταν μια μέσης οικονομικής άνεσης οικογένεια καλείται να επενδύσει σημαντικό μέρος των ρευστών διαθεσίμων της σε υβριδικούς τίτλους και ομόλογα μειωμένης εξασφάλισης.